εὐστύλων

εὐστύλων
εὐστύ̱λων , εὔστυλος
with goodly pillars
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύστυλος — εὔστυλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους κίονες («εὐστύλων ναῶν», Ευρ.) 2. (για ναό) αυτός που έχει ωραία διάταξη τών κιόνων, με αρμονικές αποστάσεις μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στύλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”